– Τι άλλη προσοχή θες; Εσύ όρκισες ότι θα γεννηθεί γιος!
– Άκου, τι με έχεις βάλει στο χέρι; – φώναζε στη γυναίκα του ο Μιχαήλ.
– Τι προσοχή σου λείπει; Εξαιτίας σου έχασα τον γιο μου, η πρώην σύζυγός μου δεν με αφήνει καν να τον πλησιάσω.
– Εσύ μου αφαίρεσες το αγόρι! Εσύ το υποσχέθηκες: θα έχουμε γιο! Και βγήκε κοριτσάκι!
Η Όλγα πλέον σηκωνόταν πάντα νωρίς – ο άντρας της και η μικρή κόρη ζητούσαν φροντίδα.
Η νεαρή γυναίκα προσπαθούσε απελπισμένα να σώσει την οικογένεια που άρχιζε να διαλύεται.
Ο Μιχάλης της, που πριν ήταν τόσο τρυφερός και προσεκτικός, μετά τη γέννηση της κόρης τους είχε αλλάξει ριζικά.
Η Όλια το κατάλαβε σχεδόν αμέσως μόλις βγήκαν από το μαιευτήριο – ο άντρας της είχε γίνει παγερός.
Απέφευγε να πάρει την κόρη στην αγκαλιά του και προσπαθούσε να μην την πλησιάζει καν, σαν να μην υπήρχε.
Στην αρχή η Όλια νόμιζε ότι απλώς φοβόταν.
Πολλοί άντρες φοβούνται τα νεογέννητα – σύμφωνα με τη μητέρα της, ο πατέρας της δεν τολμούσε να την κρατήσει στα χέρια πριν από το εξάμηνο.
Προσπαθούσε να είναι ήπια και μιλούσε μαζί του.
– Μιχάλη, κάθε παιδί χρειάζεται πατέρα.
Δεν πειράζει που η Αλίνα είναι ακόμη μικρούλα.
Ήδη τα νιώθει όλα.
Πάρε την στην αγκαλιά σου, μίλησέ της.
Τι σου συμβαίνει;
Ο Μιχαήλ σιωπούσε, δείχνοντας με κάθε του κίνηση ότι του ήταν δυσάρεστες τέτοιες συζητήσεις.
Η πρώτη κατηγορία ήρθε όταν η κόρη τους έκλεισε τρεις μήνες.
Η Όλγα ξύπνησε ένα βράδυ με πυρετό και πανικοβλήθηκε: τι να κάνει; Το παιδί τόσο μικρό, μπορεί να αρρωστήσει.
Τη στιγμή εκείνη η Αλίνα γύρισε και άρχισε να κλαίει.
Η Όλγα ώθησε τον άντρα της και του ζήτησε:
– Μιχάλη, κούνα λίγο την κόρη.
Μάλλον αρρώστησα, φοβάμαι να την πλησιάσω.
Ο Μιχαήλ άνοιξε ένα μάτι και αμέσως ξαναγύρισε το κεφάλι του.
Η Όλγα θύμωσε:
– Μιχάλη, γιατί έτσι; Σήκω, σε παρακαλώ! Το παιδί κλαίει, δεν σου λυπάται καθόλου;
Ο Μιχαήλ γύρισε απότομα και φώναξε:
– Άσε με ήσυχο! Άσε με να κοιμηθώ!
Εσύ όλη μέρα δεν κάνεις τίποτα, χαλαρώνεις, ενώ εγώ δουλεύω ασταμάτητα για να μπορείς εσύ να ξεκουράζεσαι!
– Θες εσύ; Σήκω εσύ, λοιπόν!
Η Όλγα σιώπησε, σηκώθηκε και πήγε στην κούνια της κόρης της.
Πάνε δάκρυα στα μάτια της – γιατί την αντιμετώπιζε έτσι; Τι της είχε κάνει;
Το πρωί ξεκίνησε με καβγά.
Η Όλγα άλλαξε γρήγορα και έπλυνε την κόρη, ντύθηκε βιαστικά και έτρεξε στην κουζίνα να ετοιμάσει πρωινό.
Έβαλε την Αλίνα στο πάρκο-παιχνίδι και ζήτησε από τον άντρα της να την προσέξει.
Όταν η κόρη ξανάπιασε να κλαίει, η Όλγα φώναξε:
– Μιχαήλ, ασχολήσου με την κόρη! Δεν βλέπεις ότι είμαι απασχολημένη;
Ο Μιχαήλ έκανε πάλι πως δεν άκουγε.
– Μιχαήλ! – ανέβασε τη φωνή της η Όλγα.
– Τι; – εμφανίστηκε στην πόρτα.
– Τι θέλεις; Δεν βλέπεις ότι μιλάω με τον γιο μου στο τηλέφωνο; Και τώρα λέει «μπαμπά» άλλον άντρα!
Όλα εσύ φταις! Θέλω γιο, όχι κοριτσάκι! Γιο! Και ούτε κληρονόμο δεν μπόρεσες να μου χαρίσεις!
– Την έχεις καταλάβει μόνη σου! Μην με πρήζεις!
Ο Μιχαήλ φόρεσε το παλτό του και βγήκε έξω.
Τα δάκρυα κύλησαν στα μάγουλα της Όλγας.
Πριν τρία χρόνια όλα έμοιαζαν τόσο απλά και ξεκάθαρα.
Τι έγινε στη ζωή της;
Η Όλγα αφαίρεσε τη βρώμη από τη φωτιά και όρμησε στην κόρη της.
– Μικρούλα μου, – ψιθύρισε, σφίγγοντας το μωρό στην αγκαλιά της.
– Όλα καλά.
Ο μπαμπάς απλώς κουράστηκε.
Η Αλίνα ηρέμησε, αγκαλιάζοντας τη μητέρα με τα μικρά της χεράκια.
Η Όλγα αναστέναξε, κάθισε στο άκρο του κρεβατιού και αναστέναξε ξανά.
Έπρεπε επειγόντως να κάνει κάτι.
Εκείνη την καθοριστική μέρα άργησε σε ένα σημαντικό ραντεβού.
Η Όλγα μπήκε βιαστικά σε ένα καφέ, παρήγγειλε αμερικάνο για έξω και άρπαξε το ποτήρι από τα χέρια της μπαρίστα, πετώντας μερικά τσαλακωμένα χαρτονομίσματα στον πάγκο.
Γύρισε απότομα να φύγει και συγκρούστηκε με έναν άντρα σε ανοιχτόχρωμο παλτό.
– Ωχ! – αναφώνησε η Όλγα.
Μα ήταν πια αργά – ένας καφέ λεκές απλωνόταν στο ακριβό ύφασμα του παλτού του.
– Τι γρουσουζιά, – γέλασε ο άντρας.
– Μπήκα για έναν καφέ και βγήκε το κακό!
– Συγγνώμη, είμαι τόσο αδέξια, – ψέλλισε η Όλγα, ψάχνοντας χαρτομάντιλα στην τσάντα της.
– Θα πληρώσω το καθαριστήριο, υπόσχομαι! Μόνο δώσε μου το τηλέφωνό σου, θα σε καλέσω απόψε.
Ο άντρας την κοίταξε προσεκτικά, και η Όλγα πάγωσε: υπήρχε κάτι μαγνητικό στο βλέμμα του.
– Με λένε Μιχαήλ, – άπλωσε το χέρι του.
– Δεν χρειάζομαι αποζημίωση.
Αλλά αν δεχτείς να βγούμε για δείπνο, θα θεωρήσω το περιστατικό λήξαν.
Η Όλγα δεν κατάλαβε ούτε η ίδια γιατί είπε «ναι».
Το ίδιο βράδυ συναντήθηκαν σε ένα εστιατόριο.
Ο Μιχαήλ αποδείχθηκε ενδιαφέρων συνομιλητής.
Στη συντροφιά του όλα τα προβλήματά της έμοιαζαν να απομακρύνονται.
– Ξέρεις, – είπε τότε, – νιώθω ελεύθερος για πρώτη φορά μετά από πολύ καιρό.
Φαίνεται πως η μοίρα ήθελε να βρεθούμε ακριβώς εκείνο το βράδυ σε εκείνο το καφέ.
Η Όλγα κοκκίνισε – κανείς δεν της είχε κάνει τέτοιο κομπλιμέντο καιρό.
Άρχισαν να βγαίνουν, και ο Μιχαήλ την κέρδιζε συνεχώς με λουλούδια, προσκλήσεις σε θέατρο και εστιατόρια.
Η Όλγα βυθίστηκε ολοκληρωτικά σε αυτή τη σχέση.
Όπως κάθε γυναίκα, ήλπιζε ότι το ειδύλλιο θα κατέληγε σε πρόταση γάμου.
Όμως όλα ήταν διαφορετικά.
Έμαθε τυχαία την αλήθεια.
– Είσαι παντρεμένος;! – φώναξε μέσα στο αυτοκίνητο.
Οδηγούσαν εκτός πόλης, και η Όλγα έψαχνε το γαντοθήκη για χαρτομάντιλα.
Εκεί βρήκε… δαχτυλίδι γάμου.
Ο Μιχαήλ έκοψε απότομα στην άκρη του δρόμου.
– Ήθελα να στο πω, – είπε, σφίγγοντας το τιμόνι τόσο που άσπρισαν οι αρθρώσεις των δακτύλων του.
– Καταλαβαίνεις, είναι περίπλοκα… Δεν αγαπώ πια τη γυναίκα μου, ζούμε σαν ξένοι.
– Αλλά δεν μπορώ να την αφήσω ακόμη.
– Τρεις μήνες, Μίσα! Τρεις ολόκληρους μήνες με κορόιδευες!
– Άκου, – στράφηκε σε εκείνη ο Μιχαήλ.
– Με την Τατιάνα ζούμε σαν γείτονες εδώ και καιρό.
– Είμαι κοντά μόνο για τον γιο μας.
– Ο Κιριλ είναι μόλις τριών ετών, ο χωρισμός μπορεί να τον πλήξει!
– Μην επαναλάβεις ποτέ ξανά το όνομά μου, – είπε η Όλγα τραβώντας την πόρτα.
– Ποτέ!
– Περίμενε! Θα χωρίσω, – δήλωσε σίγουρος ο Μιχαήλ.
– Δώσε μου τρεις μήνες.
Η Όλγα γέλασε ειρωνικά και κατέβηκε από το αυτοκίνητο.
Δεν πίστεψε ούτε λέξη.
Όλοι οι άντρες λένε το ίδιο.
Δεν σκόπευε να τον ξαναδεί, είχε διαγράψει ακόμη και τον αριθμό του.
Αλλά εκείνος δεν είχε σκοπό να την αφήσει.
Ο Μιχαήλ τήρησε την υπόσχεσή του.
Ακριβώς σε τρεις μήνες εμφανίστηκε με τα έγγραφα διαζυγίου.
– Σου είπα ότι θα φύγω.
– Τήρησα τον λόγο μου.
– Όλ, είσαι πολύ σημαντική για μένα! Από τότε που σε γνώρισα, κατάλαβα πως απλώς υπήρχα, δεν ζούσα.
Η Όλγα χαμογέλασε με ανακούφιση.
Η ειλικρίνειά του επιβεβαιώθηκε όχι μόνο στα λόγια, αλλά και στις πράξεις.
Άρα σε αγαπούσε στ’ αλήθεια; Άρα δεν ήθελε να με χάσει; Η Όλγα δεν τον ρώτησε τίποτα για την πρώην του και τον γιο τους.
Γιατί να την ένοιαζε η άποψη μιας ξένης γυναίκας για το διαζύγιό τους; Το μόνο σημαντικό ήταν ότι ο Μιχαήλ ήταν μαζί της.
– Μήπως να δοκιμάσουμε να ζήσουμε μαζί; – πρότεινε ο Μιχαήλ.
Η Όλγα έκανε πως σκέφτηκε.
– Μπορούμε να το δοκιμάσουμε, – είπε αργά.
– Απλώς… Θέλω η παλιά σου ζωή να μη μπαίνει στη δική μας.
– Αν βγαίνεις να δεις το παιδί, δεν θέλω να ξέρω τίποτα.
– Μην με μπλέκεις στις συγκρούσεις σου.
– Εντάξει, – συμφώνησε ο Μιχαήλ.
– Κατάλαβα.
– Θα γίνει όπως θέλεις.
Μετακόμισαν μαζί.
Η ζωή φαινόταν ιδανική.
Η σχέση τους βάθαινε και στέρεψε.
Φαινόταν ότι τίποτα δεν μπορούσε να χαλάσει την ευτυχία τους.
Τουλάχιστον έτσι νόμιζε η Όλγα.
Μια φορά, σε ένα ήσυχο βράδυ, ο Μιχαήλ γονάτισε μπροστά της.
Έβγαλε ένα μικρό βελούδινο κουτάκι.
– Όλιτσα, γίνε η γυναίκα μου.
Η Όλγα έμεινε άφωνη, καλύπτοντας το στόμα με τα χέρια.
Τα μάτια της πλημμύρισαν από δάκρυα χαράς.
– Ναι, – κατάφερε να ψελλίσει.
Ο γάμος ήταν λιτός αλλά αξέχαστος.
Λίγο μετά τον γάμο, η Όλγα έλαβε μια απρόσμενη πρόταση από την εταιρεία.
– Περιφερειακή Διευθύντρια στο Νοβοσιμπίρσκ; – διάβαζε ξανά το γράμμα.
– Διπλός μισθός, επαγγελματική εξέλιξη…
– Νοβοσιμπίρσκ; – μούτραξε ο Μιχαήλ.
– Όλιτσα, δεν γίνεται. Και ο Κιριλ τι θα γίνει; Να αρνηθείς, δεν μπορούμε να φύγουμε.
– Μιχαήλ, είναι ευκαιρία που παρουσιάζεται μια φορά στη ζωή, – τον καθησύχασε η Όλγα.
– Δουλεύεις από απόσταση, μπορείς να το κάνεις από οπουδήποτε.
– Έχω περιμένει αυτή την προαγωγή τόσο καιρό!
– Και τον γιο τότε; Δεν μπορώ να τον εγκαταλείψω!
Ο καβγάς κράτησε εβδομάδες.
Η Όλγα παρουσίαζε κι άλλο επιχείρημα.
– Θα μπορείς να βλέπεις τον Κιριλ στις διακοπές, να τηλεφωνάτε κάθε μέρα.
– Θα αγοράσουμε ένα καλό διαμέρισμα, θα φτιάξουμε τη δική μας οικογένεια.
– Θα μπορεί πάντα να μας επισκέπτεται.
– Μιχάλη, σε παρακαλώ πολύ!
Τελικά ο Μιχαήλ υποχώρησε.
– Εντάξει.
– Αλλά υποσχέσου ότι θα επισκεπτόμαστε συχνά τον γιο.
Η Όλγα κούνησε καταφατικά, αγκαλιάζοντας τον.
Τι συνειδητοποιημένος ήταν!
Μετακόμισαν.
Από τις αποταμιεύσεις τους αγόρασαν ένα μικρό διαμέρισμα δύο δωματίων.
Ο Μιχαήλ όντως μιλούσε καθημερινά με τον Κιριλ.
– Γεια σου, μωρό μου! Πώς είσαι; – ακουγόταν συχνά στο σπίτι τους.
Η Όλγα δεν κατάλαβε πότε άρχισε να φθείρεται η σχέση πατέρα–γιου – δούλευε πολύ και γύριζε αργά.
Με τον καιρό οι συνομιλίες γίνονταν πιο σύντομες, ο Κιριλ απαντούσε μονολεκτικά.
Μια μέρα ο Μιχαήλ κάλεσε την κανονική ώρα, αλλά ο Κιριλ δεν σήκωσε.
Μια ώρα αργότερα το ίδιο.
Ο Μιχαήλ αποφάσισε να καλέσει την πρώην σύζυγό του.
– Τατιάνα, γιατί δεν απαντάει ο Κιριλ;
– Είναι απασχολημένος, – απάντησε ψυχρά.
– Πήγε σινεμά με τον Σεργκέι.
– Σεργκέι; – αναρωτήθηκε σαστισμένος ο Μιχαήλ.
Η Τατιάνα κοίταξε απότομα.
– Ο αρραβωνιαστικός μου.
– Σε λίγο παντρευόμαστε.
Αυτά τα νέα σόκαραν τον Μιχαήλ.
Δεν περίμενε ότι η πρώην του θα ξαναέβρισκε άντρα.
Πίστευε πως θα αφοσιωνόταν στον γιο.
Η Όλγα είδε πόσο υπέφερε.
Έγινε ευερέθιστος και νευρικός για ασήμαντα.
Οι καβγάδες τους γίνονταν συχνοί.
Μια μέρα, ανάμεσα στις κλήσεις, ο Κιριλ είπε με χαρά:
– Ο μπαμπάς μου μου αγόρασε καινούργιο ποδήλατο!
– Δεν αγόρασα τίποτα, – απάντησε ξαφνιασμένος.
– Ο μπαμπάς Σεργκέι, – είπε ο Κιριλ ανέμελα.
– Τώρα μένει μαζί μας!
Ο Μιχαήλ ασπρίστηκε.
Τα χέρια του έτρεμαν τόσο που δυσκολεύτηκε με το τηλέφωνο.
Μετά την κλήση έτρεχε σαν τρελός στο διαμέρισμα.
– Ο Σεργκέι μου πήρε τη θέση! – φώναξε.
– Μου στέρησαν τον γιο!
Η Όλγα προσπάθησε να τον ηρεμήσει, αλλά μάταια.
Στα μάτια του φαινόταν θλίψη.
Έχασε το χαμόγελο.
Το να ζει δίπλα του γινόταν όλο και πιο δύσκολο.
Το σπίτι αγόρασαν χωρίς έπιπλα, χρειαζόταν πολλά έξοδα – από κουτάλια μέχρι ντουλάπα.
– Όλγα, γιατί θέλουμε αυτόν τον πολυέλαιο; Έχουμε ένα απλό φωτιστικό, – γκρίνιαζε.
– Μιχάλη! Ζούμε με φωτιστικό χωρίς καπέλο.
Τα χρήματα έφευγαν με ιλιγγιώδη ταχύτητα.
Ένα μεγάλο μέρος του μισθού του Μιχαήλ πήγαινε για διατροφή.
Η Όλγα έβλεπε πόσο τον καταπίεζε.
– Να πληρώνω για τον γιο που μου στέρησαν, – χαμογελούσε πικρά.
Για να τον ξεκολλήσει, η Όλγα αποφάσισε να μείνει ξανά έγκυος.
Ελπίδα της ήταν ότι το κοινό τους μωρό θα ξανάφερνε χαρά στον Μιχαήλ.
Ονειρευόταν ένα μωρό που θα τους έφερνε πιο κοντά.
Αλλά οι μήνες περνούσαν και δεν συνέβαινε τίποτα.
– Δεν πειράζει, θα τα καταφέρουμε, – καθησύχασε ο Μιχαήλ, αν και ο ίδιος είχε αρχίσει να αγχώνεται.
Μετά από ένα χρόνο προσπαθειών, απευθύνθηκαν σε γιατρούς.
Εξετάσεις, αναλύσεις, θεραπείες – όλα τους εξάντλησαν ψυχολογικά και οικονομικά.
Τελικά τα κατάφεραν:
– Μιχάλη, θα έχουμε μωρό! – ανακοίνωσε ένα πρωί, δείχνοντας το θετικό τεστ.
Τα μάτια του Μιχαήλ έλαμψαν από ελπίδα.
– Γιο! Θα έχουμε γιο!
Η Όλγα δεν τόλμησε να διαφωνήσει.
Στο υπερηχογράφημα αποκάλυψαν ότι είναι κορίτσι.
Ο Μιχαήλ μαυρίστηκε όταν το άκουσε.
– Δεν μπορεί να έχετε κάνει λάθος; – ρώτησε τον γιατρό.
– Σε αυτό το στάδιο η πιθανότητα λάθους είναι ελάχιστη, – απάντησε.
– Σίγουρα θα είναι κορίτσι.
Από τότε ο Μιχαήλ σαν να έχασε κάθε ενδιαφέρον.
Δεν ρωτούσε πώς ένιωθε η Όλγα, δεν άγγιζε την κοιλιά της.
Η Όλγα έκρυψε τον πόνο.
Όταν γεννήθηκε η Αλίνα, ο Μιχαήλ δεν ήρθε καν στο μαιευτήριο, επικαλούμενος επείγουσα δουλειά.
Τις πήγαν σπίτι η μητέρα και η αδελφή της Όλγας, που ήρθαν από άλλη πόλη.
Μετά την καισαρική, η Όλγα μόλις μπορούσε να περπατήσει.
– Πού είναι ο Μιχαήλ; – ρώτησε η μητέρα βοηθώντας τη να μπει στο αυτοκίνητο.
– Δουλεύει, – απάντησε περιληπτικά, κρατώντας το μωρό.
Ο Μιχαήλ ήταν στο σπίτι όταν έφτασαν.
Κοίταξε στιγμιαία τον μπεμπέ.
– Τι γλυκούλι, – είπε και κλείστηκε στο γραφείο του.
Η μητέρα τον κοίταξε αυστηρά, μα η Όλγα αδιαφόρησε.
Αργότερα αποδείχτηκε μάταια.
Εκείνη τη στιγμή ξεκίνησε ο πραγματικός της αγώνας με τον άντρα της.
– Μίσα, η Αλίνα είναι η κόρη μας! Δώσε της προσοχή!
– Χρειάζομαι έναν γιο! – γκρίνιαξε ο Μιχαήλ.
– Έναν γιο που θα συνεχίσει τη γενιά μου! Και τώρα δεν έχω καν μεγαλύτερο γιο! Κόρη δεν χρειάζομαι!
Η Όλγα γύρισε σιωπηλά, κρύβοντας τα δάκρυά της.
Εκείνη την ημέρα της έγινε κατανοητό ένα σημαντικό πράγμα: η ευτυχία της ήταν μια εύθραυστη ψευδαίσθηση.
Οι μέρες μετά τη γέννα μετατράπηκαν σε έναν ατελείωτο εφιάλτη.
Τα ράμματα πονούσαν σε κάθε κίνηση, και η μέση της δεν της επέτρεπε να σταθεί ή να καθίσει κανονικά.
Η Αλίνα έκλαιγε σχεδόν ασταμάτητα, σαν να ένιωθε την ένταση στο σπίτι.
– Ησυχία επιτέλους! Μου σπάει τα νεύρα το κλάμα της! Είναι μήπως άρρωστη; Γιατί κλαίει συνέχεια;
Η Όλγα σιώπησε.
Της ήταν δύσκολο να συγκρατήσει τα λόγια της οργής, και δεν της έμενε πια δύναμη για καβγάδες.
Η Όλγα στήριξε το μωρό στο στήθος της και βγήκε από το δωμάτιο.
Η ζωή της είχε γίνει ένας ατελείωτος εφιάλτης.
Μόλις η Όλγα αποκοιμήθηκε, η Αλίνα ξανάπιασε να κλαίει.
Εξαιτίας του άγχους και της κακής διατροφής το γάλα σχεδόν στερέψε, και αναγκαζόταν να θυμίζει μπιμπερό.
Πολλές φορές η Όλια ζήτησε βοήθεια από τον άντρα της:
– Δεν μπορείς έστω μία φορά να πάρεις την κόρη μας στην αγκαλιά σου; – πρόσφερε η Όλγα την Αλίνα στον Μιχαήλ, καθώς εκείνος μπήκε στην κουζίνα.
Ο Μιχαήλ έκανε βήμα πίσω.
Ένα βλέμμα απέχθειας σχηματίστηκε στο πρόσωπό του.
– Εσύ ήθελες να φύγουμε.
– Με χώρισες από τον γιο μου.
– Ο Κιρυούχα τώρα λέει άλλον άντρα «μπαμπά»! Και θέλεις να ασχοληθώ εγώ με αυτό το παιδί;
– Είναι το παιδί μας, Μίσα! – η φωνή της Όλγας τρεμόπαιζε.
– Είναι δικό σου παιδί! Όχι δικό μου! Ήθελα έναν γιο!
Ο Μιχαήλ έφευγε τρέχοντας από τα προβλήματα.
Η κατάσταση της γυναίκας του τον απασχολούσε ελάχιστα, και τον γιο του τον σκεφτόταν σχεδόν καθόλου.
Μόνο ένα τον εξόργιζε: ότι η πρώην σύζυγός του ξαναπαντρεύτηκε.
Πώς τόλμησε; Γιατί άφησε τον γιο τους να δεθεί με άλλον άντρα;
Η μόνη που στήριζε την Όλγα ήταν η μικρή Αλίνα.
Αυτά τα ψιλά δακτυλάκια, το γεμάτο εμπιστοσύνη βλέμμα της και η απόλυτη εξάρτησή της από τη μητέρα δεν την άφηναν να τα παρατήσει.
– Θα τα καταφέρουμε, – ψιθύρισε, φιλώντας την κόρη της στο κεφαλάκι.
Με τον καιρό η κατάσταση επιδεινώθηκε ακόμη περισσότερο.
Ο Μιχαήλ κοιμόταν στο σαλόνι, μετατρέποντας τον καναπέ σε κρεβάτι.
Σχεδόν δεν μιλούσαν πια μεταξύ τους και απομακρύνονταν όλο και περισσότερο.
Όταν η Αλίνα γύρισε για πρώτη φορά μπρούμυτα, η Όλγα φώναξε:
– Μίσα, κοίτα! Έκανε μόνη της ανατροπή!
Ο Μιχαήλ κοίταξε επιπόλαια την κόρη και σήκωσε τους ώμους αδιάφορα.
– Και; Όλα τα μωρά έτσι κάνουν.
Τα πρώτα δοντάκια, τα πρώτα βηματάκια, οι πρώτες λέξεις – όλα περνούσαν ξυστά από τον Μιχαήλ.
Έμενε δίπλα τους, μα σαν να μην υπήρχε στη ζωή της κόρης του.
Στις σπάνιες στιγμές που ήταν μαζί στο ίδιο τραπέζι, ο Μιχαήλ έφερνε πάντα το ίδιο θέμα:
– Εσύ φταις που έχασα τον γιο μου! Χωρίς τη δουλειά σου θα είχαμε μείνει εκεί!
Η Όλγα δεν απαντούσε πια.
Απλώς σηκωνόταν και έφευγε, παίρνοντας μαζί την Αλίνα.
Στα τρίτα γενέθλια της κόρης, η Όλγα συνειδητοποίησε ότι μέσα της κάτι είχε σβήσει οριστικά.
Ούτε πόνος, ούτε παράπονο, ούτε καν απογοήτευση.
Μόνο κενό.
Η αγάπη είχε εξαφανιστεί, αδύναμη να αντέξει τη διαρκή μοναξιά δίπλα στον άντρα της.
Η Αλίνα πήγε στον παιδικό σταθμό.
Η Όλγα επέστρεψε στη δουλειά, βυθιζόμενη στον συνηθισμένο ρυθμό της.
Στήριγμα ήταν η μετακόμιση της μητέρας της στην πόλη τους.
Τώρα είχε στήριγμα.
Η Γελένα Παβλόβνα κοίταζε την κόρη της με ανησυχία.
– Κοριτσάκι μου, έχεις αδυνατίσει πολύ.
– Πώς είναι ο Μίσα;
Η Όλγα έκανε νόημα να μη μιλήσουν γι’ αυτό.
– Ζούμε σαν συγκάτοικοι στην ίδια διαμέρισμα.
– Ας μην το συζητήσουμε άλλο.
Εκείνο το βράδυ, η Όλγα γύρισε αργότερα από τη δουλειά.
Η μητέρα της είχε πάρει την Αλίνα από τον σταθμό, οπότε δεν βιαζόταν.
Περπατούσε αργά στον δρόμο, κοιτώντας τις βιτρίνες των καταστημάτων.
Ένα γνώριμο αυτοκίνητο ήταν παρκαρισμένο μπροστά στο εστιατόριο.
Η Όλγα περπάτησε πιο αργά – από την τζαμαρία φαινόταν καθαρά η σάλα.
Ο Μιχαήλ καθόταν σε ένα τραπέζι με μια νεαρή ξανθιά.
Το κορίτσι δεν πρέπει να ήταν πάνω από είκοσι.
Κρατιόντουσαν χέρι κολλημένο.
Η Όλγα είδε τον Μιχαήλ να βγάζει ένα μικρό κουτί και να βάζει ένα βραχιόλι στον καρπό της γυναίκας.
Εκείνη αναφώνησε με χαρά και τον αγκάλιασε.
Αυτόματα η Όλγα άπλωσε το χέρι στο κινητό της.
Έβγαλε μερικές φωτογραφίες.
Παράξενο: μέσα της δεν ένιωθε ούτε ζήλια ούτε πόνο.
Μόνο απάθεια και εξάντληση.
Στο σπίτι, ο Μιχαήλ ήρθε αργά.
Η Όλγα καθόταν στην κουζίνα με μια κούπα χλιαρό τσάι.
– Πήγε καλά το ραντεβού σου; – ρώτησε, κοιτώντας τον στα μάτια.
Ο Μιχαήλ πάγωσε στην πόρτα της κουζίνας.
– Από πού… – άρχισε.
Σιωπηλά, η Όλγα του έδειξε τις φωτογραφίες στο κινητό της.
Ο Μιχαήλ κοκκίνισε σαν παντζάρι.
– Με ακολουθείς;! – φώναξε.
– Όλια, αυτό είναι πέρα από τα όρια!
– Πήγαινα τυχαία από εδώ.
– Ναι, τυχαία! – ο Μιχαήλ περπατούσε νευρικά μέσα στην κουζίνα.
– Αλλά ξέρεις τι; Φταίει η δική σου αδιαφορία! Με ξέχασες τελείως!
Μόνο δουλειά και κόρη έχεις στο μυαλό σου! Γι’ αυτό βρήκα επιβεβαίωση αλλού!
Η Όλγα έσφιξε το πρόσωπό της.
– Η κόρη μου; Δεν είναι μήπως και δική σου; Και τι προσοχή; Τρία χρόνια αγνοούσες την Αλίνα!
– Δεν θέλω κόρη! Ήθελα γιο, που μου τον πήρες!
Η Όλγα πάγωσε.
Στο μυαλό της ξεκαθάρισε όλη η εικόνα.
– Πες μου, γιατί δεν έφυγες εσύ; – ρώτησε σιγανά.
– Τι; – ο Μιχαήλ ανέκρουσε.
– Αν υπέφερες τόσο πολύ από την απώλεια του γιου σου, γιατί δεν γύρισες στην πατρίδα σου; Γιατί δεν μας εγκατέλειψες αμέσως μετά τη γέννηση της Αλίνας; Σου ήταν αδιάφορη.
Τρία χρόνια, Μίσα!
Ο Μιχαήλ άνοιξε το στόμα του αλλά δεν βρήκε απάντηση.
Η Όλγα συνέχισε.
Ένιωθε ότι βρισκόταν κοντά στην αλήθεια:
– Δεν ήθελες ποτέ να γίνεις πραγματικός πατέρας.
Ούτε για τον Κιριλ ούτε για την Αλίνα.
Χρειαζόσουν μόνο έναν «πατέρα Σαββατοκύριακου».
Κάποιον να κάνει δώρα και να παίζει, αλλά να μην επενδύει ψυχή και χρόνο.
Γι’ αυτό έφυγες από την Τάνια! Και τώρα βρήκες μια νεαρή ερωμένη!
Η Όλγα γέλασε υστερικά.
Το γέλιο της ακούστηκε ανήσυχο, επώδυνο.
Ο Μιχαήλ υποχώρησε.
– Είσαι τρελή; Τι λες έτσι;! – σύριξε.
– Όχι, απλώς άνοιξαν τα μάτια μου, – είπε η Όλγα και σηκώθηκε.
Στο υπνοδωμάτιο πήρε την βαλίτσα της.
Άρχισε να βάζει τα πράγματα μεθοδικά μέσα.
Τα χέρια της δούλευαν αυτόματα, σαν ξεκομμένα από τη λογική.
– Τι κάνεις; – φώναξε ο Μιχαήλ από την πόρτα.
– Φεύγω.
– Θα χωρίσουμε, – απάντησε ήρεμα η Όλγα.
– Τώρα μπορείς να επικεντρωθείς πλήρως στη νέα σου φίλη.
– Την Αλίνα την παίρνω μαζί μου.
– Τότε πάρε την! – φώναξε ο Μιχαήλ.
– Δεν τη θέλω!
Η Όλγα γύρισε απότομα.
– Ξέρεις, αυτά είναι τα πιο ειλικρινή λόγια που έχεις πει ποτέ! – είπε και έκλεισε τη βαλίτσα.
– Θα πουλήσουμε το διαμέρισμα.
– Το μισό των χρημάτων είναι δικό μου.
Εκείνη τη νύχτα έμειναν η Όλγα και η Αλίνα στη μητέρα της.
Η διαδικασία του διαζυγίου κύλησε εκπληκτικά ομαλά.
Ο Μιχαήλ δεν αντιστάθηκε, σαν να το περίμενε.
Το διαμέρισμα πουλήθηκε γρήγορα.
Με το μερίδιό της η Όλγα αγόρασε ένα μικρό διαμέρισμα δύο δωματίων, παίρνοντας στεγαστικό δάνειο.
Τρεις μήνες μετά το διαζύγιο χτύπησε το τηλέφωνο της Όλγας.
Ήταν ο πρώην της.
Κοίταξε για ώρα την οθόνη, δίστασε, αλλά τελικά σήκωσε το ακουστικό.
– Όλγα; – η φωνή του Μιχαήλ ακούστηκε ασυνήθιστα διστακτική.
– Θέλω να δω την Αλίνα.
Η Όλγα γέλασε.
Όχι από θυμό, αλλά από την αστεία συνθήκη.
– Σοβαρά; Τρία χρόνια αγνοούσες την κόρη σου και τώρα ξαφνικά θέλεις να τη δεις;
– Είμαι ο πατέρας της! Έχω δικαίωμα…
– Δεν έχεις κανένα δικαίωμα, – την διέκοψε απότομα η Όλга.
– Χάσου και μη ξανακαλέσεις.
Τέλειωσε τη συνομιλία και πήρε βαθιά ανάσα.
Στο δωμάτιο της Αλίνας το κορίτσι έπαιζε αφοσιωμένο με τις κούκλες.
Η Γελένα Παβλόβνα ετοίμαζε το μεσημεριανό στην κουζίνα.
Η μυρωδιά σπιτικού φαγητού γέμιζε το διαμέρισμα.
Όταν τότε είχε βρει το δαχτυλίδι γάμου στο ντουλαπάκι, είχε μια ευκαιρία να αποφύγει όλα αυτά.
Όμως η Όλγα συγχώρησε τον Μιχαήλ και του έδωσε μια δεύτερη ευκαιρία.
Αυτό το λάθος δεν θα το επαναλάβει ποτέ.