Αιματοσυγγένεια

Η Τάνια βγήκε από το μαιευτήριο με το γιο της.

Το θαύμα δεν συνέβη.

Οι γονείς της δεν ήρθαν να την παραλάβουν.

Έλαμπε ο ανοιξιάτικος ήλιος, είχε τυλιχτεί με το πουκάμισο που είχε μείνει χαλαρό, κράτησε με το ένα χέρι την τσάντα με τα πράγματα και τα έγγραφα, με το άλλο πήρε πιο άνετα το παιδί και προχώρησε.

Δεν ήξερε πού να πάει.

Οι γονείς αρνήθηκαν κατηγορηματικά να πάρει το παιδί σπίτι, η μητέρα της ζητούσε να γράψει δήλωση εγκατάλειψης.

Αλλά η Τάνια η ίδια είχε μεγαλώσει σε ορφανοτροφείο, η μητέρα της την είχε απορρίψει και η κοπέλα είχε δώσει στον εαυτό της την υπόσχεση ότι ποτέ δεν θα έκανε το ίδιο στο δικό της παιδί, ό,τι κι αν κόστιζε.

Μεγάλωσε σε ανάδοχη οικογένεια, ο πατέρας και η μητέρα την αγαπούσαν αρκετά, σαν να ήταν δικό τους παιδί.

Την είχαν λίγο και καλομάθει, δεν την είχαν μάθει στην αυτονομία.

Επίσης, δεν ζούσαν πολύ πλούσια, αρρώσταιναν συχνά.

Φυσικά, η ίδια ένοιωθε υπεύθυνη που ο γιος της δεν είχε πατέρα, το καταλάβαινε τώρα.

Φαινόταν και σοβαρός, υποσχέθηκε να τη γνωρίσει στους γονείς του, αλλά όταν η Τάνια του είπε για την εγκυμοσύνη της, είπε πως δεν ήταν έτοιμος για πάνες.

Σηκώθηκε και έφυγε, δεν απαντούσε στο τηλέφωνο, μάλλον μπλόκαρε τον αριθμό της.

Η Τάνια αναστέναξε:

— Κανείς δεν είναι έτοιμος, ούτε ο πατέρας του παιδιού, ούτε οι γονείς.

Κι όμως, εκείνη είναι έτοιμη να αναλάβει την ευθύνη για το γιο της.

Κάθισε σε ένα παγκάκι, σήκωσε το πρόσωπο στον ήλιο.

Πού να πάει; Είχαν πει ότι υπάρχουν κέντρα για μητέρες σαν κι αυτήν, αλλά η Τάνια ντρεπόταν να ζητήσει τη διεύθυνση, ελπίζοντας πως οι γονείς θα καταλάβαιναν και θα ερχόταν να την πάρουν.

Όμως δεν ήρθαν.

Η Τάνια αποφάσισε να κάνει όπως σχεδίαζε — θα πήγαινε σε κάποιο χωριό σε μια γιαγιά, εκείνη θα την φιλοξενούσε, η Τάνια θα τη βοηθούσε στον κήπο, όσο θα έπαιρνε τα επιδόματα παιδιού, και μετά θα έβρισκε μια δουλειά κάπου.

Θα είχε τύχη, έτσι σκέφτηκε, και τώρα κοίταζε στο τηλέφωνο από πού φεύγουν τα λεωφορεία για τα χωριά.

Οι γιαγιάδες είναι συνήθως καλοσυνάτες και θα είχε τύχη.

Πήρε πιο άνετα τον κοιμισμένο γιο της στην αγκαλιά, έβγαλε από την τσέπη το παλιό της smartphone και σχεδόν συγκρούστηκε στο διάβα με ένα αυτοκίνητο.

Ο οδηγός, ένας ψηλός γκριζομάλλης άντρας, βγήκε από το αυτοκίνητο και άρχισε να φωνάζει στην Τάνια πως δεν κοιτάει που πηγαίνει, πως θα καταστρέψει και τον εαυτό της και το παιδί, κι εκείνος θα καταλήξει στη φυλακή στα γεράματά του.

Η Τάνια τρόμαξε, τα δάκρυα άρχισαν να τρέχουν στα μάτια της, το παιδί το ένιωσε, ξύπνησε και άρχισε να κλαίει.

Ο άντρας τους κοίταξε και ρώτησε πού πηγαίνει με το μωρό.

Η Τάνια απάντησε, με λυγμούς, πως η ίδια δεν ήξερε ακόμα.

Ο άντρας είπε:

— Έλα, μπες στο αμάξι. Θα πας μαζί μου, θα ηρεμήσεις κι εμείς θα αποφασίσουμε τι θα κάνουμε.

Έλα, μη στέκεσαι εκεί, το παιδί ήδη κλαίει.

Μέ λένε, παρεμπιπτόντως, Κωνσταντίνο Γρηγορέβιτς, κι εσένα πώς σε λένε;

— Τάνια.

— Κάτσε, Τάνια, θα σε βοηθήσω να μπεις.

Την πήγε στο σπίτι του με το παιδί.

Στο σπίτι της έδωσε δωμάτιο για να ταΐσει το μωρό.

Είχε ένα μεγάλο διαμέρισμα με τρία δωμάτια.

Δεν υπήρχε τίποτα για να αλλάξει τις πάνες.

Η Τάνια ζήτησε από τον Κωνσταντίνο Γρηγορέβιτς να αγοράσει πάνες και του έδωσε το πορτοφόλι της με τα λίγα χρήματα που είχε.

Ο άντρας αρνήθηκε κατηγορηματικά να πάρει τα χρήματα, λέγοντας πως δεν είχε να τα ξοδέψει σε κανέναν.

Έτρεξε γρήγορα στην γειτόνισσα, που ήταν γιατρός, ελπίζοντας πως θα ήταν στο σπίτι.

Η γειτόνισσα είχε ρεπό εκείνη την ημέρα, τηλεφώνησε κάπου, συζήτησε τα πάντα και συνέταξε μια μεγάλη λίστα με τα απαραίτητα, την οποία έδωσε στον Κωνσταντίνο Γρηγορέβιτς.

Όταν έφερε τις αγορές στο διαμέρισμα, είδε την Τάνια να κοιμάται, μισοκαθιστή, γέρνοντας το κεφάλι στο μαξιλάρι, ενώ το παιδί ήταν ξυπόλητο και δεν κοιμόταν.

Πλύθηκε τα χέρια, πήρε το μωρό στα χέρια του για να κοιμηθεί λίγο η νέα μητέρα.

Μόλις έκλεισε την πόρτα του δωματίου, η Τάνια ξύπνησε και, μη βλέποντας το παιδί, άρχισε να φωνάζει: «Πού είναι το παιδί μου;»

Ο Κωνσταντίνος Γρηγορέβιτς έφερε το παιδί γελώντας και της είπε να μην ανησυχεί, ήθελε να κοιμηθεί λίγο.

Της έδειξε όλα όσα είχε αγοράσει για το μωρό και τη μητέρα, και πρότεινε να το αλλάξει.

Ο άντρας είπε πως αργότερα θα ερχόταν η καλή του γειτόνισσα, η γιατρός, για να της δείξει τι και πώς πρέπει να κάνει με το μωρό.

Εκείνη θα καλούσε και τον οικογενειακό γιατρό για αύριο.

Μετά άρχισε να μιλάει μαζί της.

— Δεν χρειάζεται να ψάχνεις για χωριό ή γιαγιά.

Μείνε εδώ μαζί μου, χώρος υπάρχει.

Είμαι χήρος, δεν έχω παιδιά ούτε εγγόνια.

Παίρνω σύνταξη και ακόμα δουλεύω.

Η μοναξιά με πιέζει πολύ και θα χαρώ να έχω τέτοιους ενοίκους.

— Είχατε παιδιά;

— Είχα, Τάνια, έναν γιο.

Δούλευα στον Βορρά με σύστημα βάρδιας, έξι μήνες εκεί, έξι εδώ.

Ο γιος μου σπούδαζε, είχε κοπέλα.

Στο τελευταίο έτος αποφάσισαν να παντρευτούν, γιατί η νύφη περίμενε παιδί.

Περίμεναν να γυρίσω από τη βάρδια για να κάνουν το γάμο.

Αλλά ο γιος μου λάτρευε τις μηχανές, έχασε τον έλεγχο και σκοτώθηκε σε ατύχημα.

Μόλις πριν έρθω, έτσι πήγα κατευθείαν στην κηδεία.

Η γυναίκα μου αρρώστησε βαριά και κήδεψε τον γιο μας.

Σε όλο αυτό το διάστημα έχασα την αρραβωνιαστικιά του γιου μου από τα μάτια μου, αν και είχα φωτογραφία της και ήξερα ότι περίμενε παιδί από τον γιο μου.

Όσο κι αν έψαξα, δεν την βρήκα.

Γι’ αυτό σε παρακαλώ, Τάνια, μείνε εδώ μαζί μου.

Έστω να νιώσω στην ηλικία μου τι σημαίνει οικογένεια.

— Πώς ονόμασες το γιο σου;

— Δεν ξέρω, κάπως ήθελα να τον ονομάσω Σαβέλι, μου αρέσει το όνομα, αν και δεν είναι πολύ διαδεδομένο.

— Σαβέλι; Τάνια, αυτό είναι το όνομα του γιου μου.

Δεν σου το είχα πει.

Το βρήκες σωστά, χάρηκες τον γέρο.

Θα μείνεις;

— Με μεγάλη χαρά.

Εγώ είμαι από ορφανοτροφείο, με υιοθέτησαν, αλλά τον γιο μου δεν ήθελαν να τον πάρουν.

Γι’ αυτό δεν με πήραν από το μαιευτήριο και δεν είχα πού να πάω.

Φυσικά, αν δεν ήταν αυτοί, δεν ξέρω τι θα γινόμουν, αλλά έτσι τελείωσα το κολλέγιο και είχα μια άνετη ζωή.

Μετά το ορφανοτροφείο θα έπαιρνα διαμέρισμα.

Η βιολογική μου μητέρα με άφησε μπροστά στις πύλες του ορφανοτροφείου, αφήνοντας μόνο μια αλυσίδα με μενταγιόν στην κουβέρτα μου.

— Έλα, άλλαξε ρούχα, σου πήρα καινούρια και θα ασχοληθούμε με το παιδί και το σπίτι.

Να πλύνεις καλά τη μπανιέρα, η γειτόνισσα θα σου δείξει πώς να κάνεις το μπάνιο.

Κι εμείς πρέπει να φάμε καλά, γιατί η μαμά πρέπει να τρώει καλά για να έχει γάλα.

Όταν άλλαξε τα ρούχα και βγήκε κοντά στον Κωνσταντίνο Γρηγορέβιτς, αυτός πρόσεξε την αλυσίδα στο λαιμό της και ρώτησε αν ήταν η ίδια αλυσίδα που της άφησε η μητέρα της.

Η Τάνια απάντησε ότι ναι, αυτή ήταν, και έβγαλε το μενταγιόν.

Τότε το πάτωμα ζάρωσε μπροστά στον άντρα και αν δεν ήταν η Τάνια, θα είχε πέσει.

Όταν συνήλθε, ζήτησε να δει το μενταγιόν.

Το πήρε στα χέρια του και ρώτησε αν το είχε ανοίξει.

Η Τάνια είπε πως δεν είχε καμία κλειδαριά.

Τότε ο Κωνσταντίνος Γρηγορέβιτς είπε πως είχε παραγγείλει προσωπικά αυτό το μενταγιόν για τον γιο του, άνοιγε με έναν ιδιαίτερο τρόπο.

Και του το έδειξε.

Το μενταγιόν άνοιξε σε δύο μισά.

Μέσα υπήρχε μια μικρή τούφα μαλλιών.

— Αυτά είναι τα μαλλιά του γιου μου, τα έβαλε ο ίδιος.

Άρα είσαι εγγόνι μου; Και η μοίρα μας έφερε μαζί όχι τυχαία!

— Ας κάνουμε και ένα τεστ! Για να μην έχεις καμία αμφιβολία ότι είμαι ο παππούς σου.

— Δεν το σκέφτομαι καν.

Είσαι το εγγόνι μου, είναι το δισέγγονό μου, και δεν ανοίγουμε άλλο αυτό το θέμα.

Είσαι και όμοια με τον γιο μου, γι’ αυτό βλέπω κάτι οικείο στα χαρακτηριστικά σου.

Κι έχω φωτογραφίες της μητέρας σου.

Μπορώ να σου δείξω τους γονείς σου!