Εγκλωβισμένη στο ασανσέρ ανάμεσα στον πρώτο και τον δεύτερο όροφο, η Βίκυ άκουσε ξαφνικά τις φωνές του άντρα της και της γειτόνισσάς τους – και δεν μπορούσε να πιστέψει τ’ αυτιά της.

– Τίποτα δεν λύνεται μονομιάς· πρέπει να γίνεται βήμα βήμα…

Να προετοιμαστείς, για να μην χάσεις το μισό απ’ όσα έχεις αποκτήσει.

Εγώ επέστρεφα σπίτι, με μια μικρή κουτάκα στην τσάντα μου.

Μέσα βρισκόταν ένα ζευγάρι ωρών για τον Κώστα – κομψές, ακριβές, που τις είχα επιλέξει με ιδιαίτερη φροντίδα.

Πώς ο Τραμπ ξεπέρασε έξι πτώχευσεις και έμεινε όρθιος;

Ποια ζώδια είναι καταδικασμένα στην μοναξιά στα γεράματά τους;

Αυτές οι φωτογραφίες ήταν οι τελευταίες: τρομακτικά στιγμιότυπα λίγο πριν από το θάνατο.

Εδώ και μήνες φύλαγα κομμάτια απ’ το μισθό μου, για να του κάνω ένα ξεχωριστό δώρο.

Αύριο έχει γενέθλια ο άντρας μου.

Σαράντα δύο χρόνια – όχι στρογγυλή ημερομηνία, αλλά ήθελα να κάνω αυτή τη μέρα αξέχαστη.

Είμαστε μαζί δεκαπέντε χρόνια.

Θυμάμαι πώς γνωριστήκαμε στο πάρτι ενός κοινού φίλου, πώς μιλάγαμε ασταμάτητα μέχρι αργά, όρθιοι έξω από την είσοδο της πολυκατοικίας.

Το ασανσέρ στο κτίριό μας ήταν πάντα ιδιότροπο.

Παλιό, από τα σοβιετικά χρόνια, με επενδυμένες τις πλευρές από κόντρα πλακέ γεμάτη γκράφιτι.

Πάτησα το κουμπί για κλήση. Η καμπίνα κατέβηκε αργά, τρίζοντας, σαν να δυσκολευόταν να εκτελέσει τη δουλειά της.

Τελικά άνοιξαν οι πόρτες, το φως μέσα τρεμόπαιξε. Μπήκα και πάτησα το φθαρμένο πλαστικό με τον αριθμό «8».

Οι πόρτες έκλεισαν και το ασανσέρ άρχισε ν’ ανεβαίνει σιγά σιγά.

Φανταζόμουν πώς θα περνούσα όλη τη μέρα με τον άντρα μου αύριο. Το βράδυ θα ερχόταν κόσμος – φίλοι και γονείς.

Ξαφνικά το ασανσέρ κάρφωσε, έκανε ένα σπρώξιμο κι έμεινε ακίνητο.

Πάτησα ξανά το «8». Δοκίμασα κι άλλα κουμπιά. Τίποτα.

– Μόνο αυτό έλειπε! – μουρμούρισα, αναστενάζοντας. – Τι ατυχία…

Πάτησα το κουμπί για τον τεχνικό. Από το μεγάφωνο ακούστηκε ένας θόρυβος, κι έπειτα μια νεαρή φωνή:

– Κέντρο, σας ακούω.

– Είμαι εγκλωβισμένη στο ασανσέρ, ανάμεσα στον πρώτο και στον δεύτερο όροφο.

– Το μετέφερα στους τεχνικούς. Περιμένετε, θα έρθει βοήθεια σύντομα.

– Πότε ακριβώς; – ρώτησα, αλλά άκουσα μόνο σιγή. Η σύνδεση κόπηκε.

Έβγαλα το κινητό. Το σήμα ήταν αδύναμο – μόνο μία γραμμή.

Προσπάθησα να καλέσω τον Κώστα, αλλά δεν απαντούσε. Ίσως βρισκόταν σε σύσκεψη ή στο μετρό. Συνήθως τέτοια ώρα επέστρεφε σπίτι.

Πέρασαν περίπου είκοσι λεπτά. Καθισμένη κουτρουβαλιασμένη, ακουμπισμένη στην τοίχωμα του ασανσέρ.

Το κινητό ήταν σχεδόν εκτός μπαταρίας· το έσβησα.

Ξαφνικά άκουσα φωνές απ’ έξω απ’ την πόρτα.

Γυναικεία, καθαρή, με ελαφριά βραχνάδα.

Ήταν η Ίννα – η γειτόνισσα από τον δεύτερο όροφο.

Νεαρή, εντυπωσιακή, πάντοτε με ψηλά τακούνια. Χαιρετιζόμασταν όταν συναντιόμασταν, αλλά δεν ήμασταν στενές.

Μια φορά την βοήθησα με τις σακούλες και μ’ κέρασε τσάι, κι αυτό ήταν όλο.

– Το υποσχέθηκες! – είπε με αποφασιστικότητα. – Πόσο ακόμα θα το τραβάς; Δεν αντέχω άλλο!

Μια αντρική φωνή απάντησε κάτι αχνά. Δεν μπορούσα να καταλάβω τις λέξεις, μόνο την τόνο – συγγνώμης, ελαφρώς εκνευρισμένος.

– Οι υποσχέσεις σου δεν αξίζουν τίποτα! – συνέχισε η Ίννα. – Δεν θέλω πια να το ακούω!

Είσαι ενήλικας κι’ οφείλεις να φερθείς σαν άνθρωπος, όχι σαν παιδί!

Εγώ άκουγα με κομμένη την ανάσα. Οικογενειακή διαμάχη;

Σε κανονικές συνθήκες θα με είχε πιάσει ντροπή που παρακολουθούσα υπογείως, αλλά τώρα, από πλήξη και απελπισία, στεκόμουν ακίνητη.

– Τι θες από μένα, Ίννα; – ρώτησε εκείνος, πιο δυνατά πια.

Ο τόνος, η χροιά… ήταν του Κώστα.

Σφίχτηκα στην πόρτα. Αδύνατον.

Ο Κώστας θα έπρεπε να είναι στη δουλειά ή στο σπίτι – όχι στην γειτόνισσα!

– Θέλω να της πεις την αλήθεια, – η Ίννα είχε φωνή γεμάτη αγανάκτηση. – Πρέπει να χωρίσετε. Μέχρι πότε θα συνεχίζεται αυτό;

– Δεν γίνεται να λυθεί απότομα, – αποκρίθηκε εκείνος.

– Πρέπει να ετοιμαστώ.

Στο διαζύγιο χάνω τη μισή περιουσία: το διαμέρισμα, το αυτοκίνητο, τη βίλα…

– Και το παιδί μας; – η φωνή της έτρεμε από απορία. – Σκέφτηκες καθόλου γι’ αυτό;!

Η γη γύρω μου γυρνούσε. Παιδί; Ποιο παιδί; Δεν είχα ιδέα…

– Έχει ήδη κλείσει ένας χρόνος, – συνέχισε η Ίννα σκληρά.

– Βλέπει τον πατέρα του μόνο τα Σαββατοκύριακα – κι ούτε πάντα τότε. Πώς λες ότι είσαι πατέρας ενώ λείπεις συνέχεια;

Ήθελα να φωνάξω, να χτυπήσω την πόρτα. Αλλά το σώμα ήταν σα λίθος.

Μείναμε σιωπηλοί· εγώ βυθισμένη σε ένα κενό. Σκέψεις, αναμνήσεις, ερωτήσεις έτρεχαν σαν αμάζευτα άλογα.

– Περίμενε ακόμη λίγο, – ακούστηκε η φωνή του Κώστα κουρασμένα.

– Τα έχω σκεφτεί όλα. Σύντομα θα τελειώσουν όλα.

– Τι ακριβώς έχεις σκεφτεί; – η Ίννα ξέσπασε σε ένα αμφισβητητικό γέλιο.

– Πάντα τ’ ίδια λες, πάντα με δικαιολογίες.

– Άρχισα να μεταφέρω λεφτά σε άλλο λογαριασμό, – είπε εκείνος επαγγελματικά.

– Το αυτοκίνητο το έγραψα στο όνομα του αδερφού μου.

Σε λίγο θα του πω ότι φεύγω για επαγγελματικό ταξίδι κι ύστερα θα καταθέσω αίτηση διαζυγίου. Έτσι θα είναι πιο απλό για όλους.

– Γιατί όχι τώρα; – αμφέβαλε η Ίννα.

Καθώς ψιθύριζαν, εγώ άφησα την κουτάκα με τα ρολόγια να τρέμει στο χέρι μου, σαν να ήθελα να κρατηθώ απ’ αυτήν για να μην καταρρεύσω.

Πώς συνέβη αυτό; Πότε; Εμείς ήμασταν ευτυχισμένοι. Αυτό το καλοκαίρι σκοπεύαμε ν’ ανακαινίσουμε τη σάουνα στη βίλα.

Ο Κώστας ήταν πάντα προσεκτικός, στοργικός. Ήταν όλη φτιαχτή υπόσταση;

Θυμήθηκα τη μητέρα μου, πριν απ’ τον γάμο:

«Ο Κώστας είναι ελκυστικός τύπος. Πάντα υπάρχουν κοπέλες τριγύρω. Πρόσεχε μην καταστρέψει τον γάμο σας».

Τότε γέλασα· μου φάνηκε παράλογο. Τι λάθος έκανα…

Οι φωνές έξω φίμωσαν. Σαν όλο το κτίριο να βυθίστηκε σε απόλυτη σιγή αφήνοντάς με μόνη.

Χιλιάδες ερωτήματα στριφογύριζαν στο μυαλό μου: πότε ξεκίνησε; Το ξέρουν οι άλλοι γείτονες; Και το σημαντικότερο – τι κάνω τώρα;

Αν όντως εκείνος σκεφτόταν να με προδώσει έτσι, εγώ θα τον πρόλαβα.

Θα τον ξεσκεπάσω την ημέρα των γενεθλίων του. Ας νιώσει το βάρος της απάτης του.

Λίγα λεπτά αργότερα, άκουσα χτύπημα στην πόρτα του ασανσέρ.

– Έι, υπάρχει κανείς μέσα; – φώναξε μια αντρική φωνή.

– Ναι, εγώ! – απάντησα, σηκώνοντας δύσκολα το κορμί μου. Τα πόδια μου είχαν μουδιάσει.

– Θα σας βγάλω αμέσως, μην ανησυχείτε!

Ήχος εργαλείων και σε λίγα λεπτά άνοιξε η πόρτα.

Ένας γέροντας τεχνικός με μπλε φόρμα – σήμα της διαχείρισης – στεκόταν εκεί. Άσπρα μαλλιά, βαθιές ρυτίδες, τραχειά χέρια.

– Να που είμαστε…, – είπε χαμογελώντας. – Ελευθερία! Πόση ώρα ήσασταν μέσα;

– Δεν ξέρω ακριβώς. Το κινητό έσβησε, και δεν φορούσα ρολόι, – απάντησα καθώς βγήκα.

Ανασηκώθηκα, ένιωσα το άγχος να φεύγει απ’ την πλάτη μου.

– Αυτά τα παλιά ασανσέρ δεν κάνουν για τίποτα, – σκούπισε τα χέρια του ο τεχνικός.

– Μα κανείς δεν βιάζεται να τα αλλάξει. Λένε πως δεν υπάρχουν λεφτά.

Κούνησα καταφατικά το κεφάλι, τον ευχαρίστησα κι ανέβηκα σιγά σιγά με τα πόδια ως τον όροφο.

Άνοιξα την πόρτα του σπιτιού. Ο Κώστας καθόταν ήδη στο σαλόνι με φορητό στον καναπέ.

Τα γυαλιά του γλίστρησαν στη μύτη, το μαλλί του ανακατωμένο – έτσι ήταν πάντα όταν συγκεντρωνόταν.

– Α, γύρισες! – είπε, χαμογελώντας με τη ζεστή, γνώριμη έκφραση. – Σε φώναξα, αλλά δεν σήκωνες.

– Έμεινα στο ασανσέρ, – απάντησα ψύχραιμα. – Το κινητό πέθανε.

– Πάλι αυτό το ασανσέρ, – κούνησε το κεφάλι του. – Πρέπει να καταθέσουμε συλλογική καταγγελία.

Τον κοίταξα στα μάτια, και ένιωθα πώς μ’ είχε μάθει να του εμπιστεύομαι τα πάντα – κι όμως τώρα κάθε του λέξη φαινόταν ψεύτικη.

– Θες να φάμε; – τον ρώτησα, κατευθυνόμενη προς την κουζίνα.

– Θα φτιάξω ζυμαρικά.

– Βέβαια. Να βοηθήσω; – πρότεινε.

– Όχι, θα τα καταφέρω, – του είπα κι άνοιξα το ψυγείο.

Το υπόλοιπο της βραδιάς κύλησε όπως πάντα: γελάσαμε με σειρές και ειδήσεις, ο Κώστας μιλούσε για τη δουλειά, κι εγώ προσποιόμουν πως τον άκουγα με ενδιαφέρον.

Μέσα μου ωρίμαζε το σχέδιό μου.

Την επόμενη μέρα, ξύπνησα με ψεύτικη χαρά:

– Χρόνια πολλά, αγαπημένε μου! – είπα λαμπερά.

Ο Κώστας άνοιξε τα μάτια, τέντωσε το κορμί του, κι έφερε το γνώριμο, γλυκό του χαμόγελο.

– Ευχαριστώ, αγάπη μου.

– Έχω μια έκπληξη για σένα, – του χαμογέλασα μυστηριωδώς. – Αλλά πρώτα κλείσε τα μάτια.

– Τι έχεις στο νου σου; – με κοίταξε περίεργα.

– Θα δεις, – έβγαλα απ’ το ντουλάπι την μπλε γραβάτα του. – Στράφηκε σε μένα και του δέθηκα απαλά τα μάτια.

– Πού με πηγαίνεις; – ρώτησε διστακτικά.

– Μη φοβάσαι, δεν θα σε πετάξω με αλεξίπτωτο! – αστειεύτηκα.

– Θα καταλάβω… – συμφώνησε κι ακολούθησε χαλαρά.

Κατέβηκαμε μαζί στον δεύτερο όροφο. Τον οδήγησα μπροστά απ’ την πόρτα της Ίννας.

Πατήθηκα το κουδούνι.

Κάθε δευτερόλεπτο φάνταζε αιώνας.

Φανταζόμουν την έκπληξη στο πρόσωπό της…

Τελικά η πόρτα άνοιξε. Η Ίννα στεκόταν στο κατώφλι, με μπουρνούζι και πετσέτα στα μαλλιά της.

Το βλέμμα της ήταν απλά απορημένο.

– Να, πάρε τον, – είπα και έσπρωξα ελαφρά τον Κώστα μέσα.

– Τι…; – μπερδεύτηκε η Ίννα.

Ο άντρας μου μπήκε, ακόμα δε μπορούσε να συνειδητοποιήσει.

– Μπορείς να βγάλεις τη μαντίλα; – του είπα κοφτά.

Αφού αφαίρεσε τη γραβάτα, κοίταξε γύρω.

– Πού βρισκόμαστε; Τι διαφορά ώρας είναι εδώ; – ρώτησε κι ήταν ολοφάνερο πως δεν καταλάβαινε.

Στα χείλη του σχηματίστηκε έκπληξη αμοιβαία, λες και εγώ ήμουν η τρελή.

– Ρώτα την Ίννα, – ψιθύρισα στυφά.

Η Ίννα ακόμα φαινόταν μπερδεμένη.

– Για τι πράγμα μιλάτε; – με ρώτησε.

– Σταμάτα να παίζεις θέατρο, – έσφιξα τη φωνή μου. – Τα άκουσα χθες δίπλα στο ασανσέρ.

Η Ίννα τέντωσε το μέτωπο.

– Ποιον ασανσέρ; – είπε. – Ήμουν στο κατάστημα όλη μέρα. Γύρισα στις εννιά.

Ήθελα να απαντήσω, αλλά τότε ακούστηκε μια φωνή από μέσα:

– Τι γίνεται εδώ; – ρώτησε ένας άντρας που βγήκε απ’ την κουζίνα, κρατώντας ένα μικρό αγοράκι που έτρωγε μπισκότο.

Πάγωσα· η φωνή του ήταν ίδιου τόνου και χροιάς με του Κώστα.

Ο άντρας έμοιαζε διαφορετικός, αλλά η φωνή… ήταν καθρέφτισμα.

Έσκασα στα γέλια, πιάστηκα απ’ το μπράτσο του Κώστα και τον τράβηξα έξω.

– Λυπάμαι, ήταν παρεξήγηση. Φεύγουμε, – είπα στην Ίννα.

Σπίτι, του διηγήθηκα τα πάντα. Ο Κώστας με άκουγε σα θεατής που απολαμβάνει ταινία.

Έπειτα με έσφιξε στην αγκαλιά του.

– Βίκυ, πώς σου πέρασε απ’ το μυαλό ότι θα μπορούσα ποτέ να κάνω τέτοιο πράγμα; Μετά από δεκαπέντε χρόνια; Ξέρεις πόσο σ’ αγαπώ.

– Θα το καταλάβεις όταν βρεθείς σε τέτοια θέση, – του χαμογέλασα. – Συγχώρα με για το θέατρο.

– Δεν πειράζει, – απάντησε. – Τουλάχιστον έχουμε μια διασκεδαστική ιστορία για τις οικογενειακές μας βραδιές.

Τέλος, έβγαλα την κουτάκα με το ρολόι και του την έδωσα.

Ο Κώστας ενθουσιάστηκε, φόρεσε αμέσως το ρολόι και πέρασε την υπόλοιπη μέρα θαυμάζοντάς το.